- προσκατῆρεν
- πρόσ-καταίρωtake downaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαταίρω — Α καταπλέω εναντίον κάποιου («ὁ Κίμων... παντὶ τῷ στόλῳ προσκατήρεν ἐπὶ τὸ πεζὸν τῶν Περσῶν στρατόπεδον», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταίρω «εφορμώ, απέρχομαι»] … Dictionary of Greek